γαϊδουράκι, το
Ερμηνεία:
[μικρός γάϊδαρος, ὁ ὄνος]
Ετυμολογία:
[< Αραβικ. ga(i)dar (καταπίεση, σκληρότητα) < Μεσαιων. γαϊδάριον < γάειδαρος (αεί δέρεσθαι, δηλ. αυτός που πάντοτε τον δέρνουν)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα… [Ο έρωτας στα χιόνια]. [μικρός γάϊδαρος, ὁ ὄνος]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
|